- παραφρυκτωρεύομαι
- παραφρυκτωρ-εύομαι, = sq.,A
τοῖς πολεμίοις Lys.13.67
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τοῖς πολεμίοις Lys.13.67
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραφρυκτωρεύομαι — Α παραφρυκτωρῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραφρυκτωρῶ, κατά τα ρήματα σε εύω / εύομαι] … Dictionary of Greek
παραφρυκτωρευόμενοι — παραφρυκτωρεύομαι pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφρυκτωρευόμενος — παραφρυκτωρεύομαι pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφρυκτωρεύεσθαι — παραφρυκτωρεύομαι pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)